- Ποσειδωνιατης
- Ποσειδωνιάτηςион. Ποσειδωνιήτης -ου ὅ уроженец или житель города Ποσειδοωνία Her., Diod.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Ποσειδωνιάτης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποσειδωνιατῶν — Ποσειδωνιάτης masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποσειδωνιάταις — Ποσειδωνιάτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποσειδωνιάτην — Ποσειδωνιάτης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποσειδωνιάτου — Ποσειδωνιάτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποσειδωνιάτῃ — Ποσειδωνιάτης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποσειδωνιάτας — Ποσειδωνιάτᾱς , Ποσειδωνιάτης masc acc pl Ποσειδωνιάτᾱς , Ποσειδωνιάτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)